κατανυκτικῶς

κατανυκτικῶς
κατανυκτικός
pricking at heart
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατανυκτικός — ή, ό (AM κατανυκτικός, ή, όν) [κατανύσσω] 1. αυτός που επιφέρει κατάνυξη («κατανυκτική προσευχή») 2. αυτός που γίνεται με κατάνυξη (α. «κατανυκτικές δεήσεις» β. «κατανυκτική ησυχία») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατανυκτικό(ν) είδος εκκλησιαστικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”